ορθογενεία

ορθογενεία
η
ανθρωπολ. η κατάσταση τών ανθρώπων που έχουν το γένειο, δηλ. το πηγούνι, στην κανονική θέση, που ούτε προεξέχει ούτε είναι προς τα μέσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)*- + γένειο «πηγούνι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • οπισθογενεία — η ανθρωπολ. υποπλαστική εμφάνιση τού γενείου, τής κάτω σιαγόνας, που χαρακτηρίζει σε ορισμένη ανθρωπολογική περίοδο τον προάνθρωπο και τον πρωτοάνθρωπο, σε αντιδιαστολή με την προγενεία και ορθογενεία, που χαρακτηρίζουν τον νεώτερο άνθρωπο …   Dictionary of Greek

  • ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”